-κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… … Dictionary of Greek
αγνωτίδιον — ἀγνωτίδιον, το (Α) [ἄγνωτος] είδος ψαριού, το μυλοκόπι … Dictionary of Greek
μυλοκόπος — ο (Α μυλοκόπος, ον) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόπος το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
μύλλος — μύλλος, ὁ (Α) το ψάρι μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. που συνδέεται πιθ. με το επίθ. μέλος. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή mullus] … Dictionary of Greek
μύλος — Μηχάνημα για το άλεσμα, τον τεμαχισμό και την κονιορτοποίηση στερεών ουσιών. Οι μ. είναι διάφορων ειδών και διάφορων χρήσεων, ανάλογα με τον τύπο του υλικού που πρόκειται να κατεργαστούν· χρησιμοποιούνται για το άλεσμα ορυκτών ή τη θραύση των… … Dictionary of Greek
πλατίστακος — ὁ, Α 1. το ψάρι μύλλος*. το μυλοκόπι 2. το ψάρι σαπέρδης* 3. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) «πλατίστακος τὸ γυναικεῑον αἰδοῑον» 4. χρησιμοποιείται ως λογοπαίγνιο τού Πλάτωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., ονομ. ψαριού η οποία πιθ. συνδέεται με τον τ … Dictionary of Greek
σκίαινα — η, ΝΑ, και σκιαινίς και δ. αν. σκινίς, ίδος, Α νεοελλ. γένος περκόμορφων ιχθύων τής οικογένειας σκιαινίδες και λόγια ονομασία ψαριών που είναι γνωστά με τις κοινές ονομασίες μυλοκόπι, κρανιός και καλιακούδα ή σικιός αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού… … Dictionary of Greek
σκιαινίδες — (Sciaenidae). Οικογένεια ακανθο πτερύγιων ψαριών που ζουν στις ακτές των θερμών και μερικές φορές των εύκρατων θαλασσών. Η οικογένεια αριθμεί περισσότερα από 100 είδη, από τα οποία, τα πιο πολλά, ψαρεύονται για το νόστιμο κρέας τους.… … Dictionary of Greek
σκιός — ο, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τού περκόμορφου ψαριού Sciaena umbra τής οικογένειας σκιαινίδες, συγγενικού με το μυλοκόπι και με τον κρανιό, που έχει εύγευστη σάρκα, αλλ. σικιός … Dictionary of Greek
χρόμις — ιος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χρόμις, ἡ, Α νεοελλ. παλαιότερη λόγια ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων ιχθύων αρχ. το γνωστό σήμερα με την κοινή ονομασία ψάρι μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ τής ρίζας τού ρ. χρεμετίζω* + κατάλ. ις (πρβλ.… … Dictionary of Greek